δρίμες

δρίμες
οι και δρίματα, τα
1. δαιμονικά όντα που καταστρέφουν τα ρούχα, κάνουν κακό σε όσους λούζονται, κόβουν τ' αμπέλια κ.λπ.
2. οι έξι πρώτες ημέρες τού Αυγούστου, για τις οποίες υπάρχει η λαϊκή πίστη ότι πρέπει να αποφεύγει κάποιος την επαφή με το νερό γιατί είναι ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) δρίμαι «κρύο» < δριμύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρίμες — δρίμες, οι και δρίματα, τα οι έξι πρώτες μέρες του Αυγούστου κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, πρέπει να αποφεύγεται το πλύσιμο και το κολύμπι, γιατί η επίδραση του νερού είναι καταστροφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντρίμες — οι οι δρίμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δρίμες < αρχ. μτγν. δρίμαι «τα κρύα» < δριμύς «οξύς»] …   Dictionary of Greek

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

  • αγιόπεφτα — τα το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 5η Αυγούστου, που, κατά την λαϊκή πρόληψη στη Νάξο, συμπίπτει με τις δρίμες*, κατά τις οποίες απαγορεύεται το πλύσιμο των ρούχων, γιατί σκίζονται από δαιμονικά όντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + αριθμητικό… …   Dictionary of Greek

  • δριμιάζω — (για υφάσματα) καταστρέφομαι γιατί πλύθηκα κοντά στις δρίμες …   Dictionary of Greek

  • σαπίας — ο, Ν το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 6η Αυγούστου στον Πόντο, αλλ. δρίμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ τού ρ. σήπω «σαπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”