δρίμες — δρίμες, οι και δρίματα, τα οι έξι πρώτες μέρες του Αυγούστου κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, πρέπει να αποφεύγεται το πλύσιμο και το κολύμπι, γιατί η επίδραση του νερού είναι καταστροφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντρίμες — οι οι δρίμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δρίμες < αρχ. μτγν. δρίμαι «τα κρύα» < δριμύς «οξύς»] … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek
αγιόπεφτα — τα το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 5η Αυγούστου, που, κατά την λαϊκή πρόληψη στη Νάξο, συμπίπτει με τις δρίμες*, κατά τις οποίες απαγορεύεται το πλύσιμο των ρούχων, γιατί σκίζονται από δαιμονικά όντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + αριθμητικό… … Dictionary of Greek
δριμιάζω — (για υφάσματα) καταστρέφομαι γιατί πλύθηκα κοντά στις δρίμες … Dictionary of Greek
σαπίας — ο, Ν το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 6η Αυγούστου στον Πόντο, αλλ. δρίμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ τού ρ. σήπω «σαπίζω»] … Dictionary of Greek